μονογράφω

μονογράφω
βλ. μονογραφώ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μονογραφώ — μονογραφώ, μονογράφησα βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • μονογραφώ — και μονογράφω υπογράφω με τη μονογραφή μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < μονογράφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες] …   Dictionary of Greek

  • μονογραφώ — μονογράφησα, μονογραφήθηκα, μονογραφημένος, βάζω τη μονογραφή μου, υπογράφω με τη μονογραφή μου: Μονογραφήθηκαν τα έγγραφα από τον πρόεδρο του ιδρύματος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αμονογράφητος — η, ο [μονογραφώ] (για έγγραφα) αυτός που δεν μονογραφήθηκε, δεν φέρει δηλ. τη μονογραφική εκείνου που τό συνέταξε ή τό θεώρησε …   Dictionary of Greek

  • γράφω — (AM γράφω) 1. αποδίδω λέξεις με γράμματα τού αλφαβήτου 2. ζωγραφίζω 3. γράφω επιστολή 4. καταχωρίζω σε κατάλογο 5. εγγράφω, κατατάσσω σε σχολείο κ.λπ. νεοελλ. 1. ξέρω να γράφω 2. συγγράφω, δημοσιεύω 3. κληροδοτώ, μεταβιβάζω την κυριότητα ακινήτου …   Dictionary of Greek

  • μονογράφημα — το μονογράφηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < μονογράφω. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Εφημερίς] …   Dictionary of Greek

  • μονογράφηση — η 1. προσθήκη μονογραφής σε έγγραφο από έναν αρμόδιο για επικύρωσή του 2. προκαταρκτικό στάδιο συνομολόγησης μιας σύμβασης ή συνθήκης με την προσθήκη μονογραφής εκ μέρους τών συμβαλλομένων πριν από την επίσημη υπογραφή και κύρωσή της. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • μονογραφή — η συντετμημένη υπογραφή η οποία αποτελείται από τα αρχικά μόνο στοιχεία τού ονοματεπωνύμου εκείνου ο οποίος υπογράφει. [ΕΤΥΜΟΛ. < μονογράφω. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”